διπλασιαστικός

διπλασιαστικός
-ή, -ό (AM διπλασιαστικός, -ή, -όν) [διπλασιάζω]
αυτός που προκαλεί διπλασιασμό ή συντελεί σ' αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διπλασιαστικόν — διπλασιαστικός of masc acc sg διπλασιαστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαστικήν — διπλασιαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”